Το ζευγάρι μέσα στην κρίση. Το ζευγάρι την εποχή της εργασιακής ανασφάλειας, των απολύσεων, της μείωσης μισθών, της ανασφάλιστης και επισφαλούς εργασίας, της ανεργίας. Μια κρίση που αποκαλείται οικονομική αλλά ουσιαστικά επηρεάζει όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Η ροή των ειδήσεων συνεχής˙ κάθε μέρα καινούρια μέτρα να διαδίδουν και να μεγαλώνουν το φόβο για ένα αβέβαιο μέλλον. Τι σημαίνει αλήθεια για κάποιον στα 40 , 50 ή και 60 του χρόνια να μένει χωρίς εργασία ή να πρέπει να υποστεί σοβαρές απώλειες στο εισόδημά του ενώ υπάρχουν σημαντικές υποχρεώσεις που πρέπει να καλύψει; Πώς νιώθουν όσοι ακούνε καθημερινά για απολύσεις και βλέπουν το χθεσινό συνάδελφο και φίλο να μένει χωρίς δουλειά; Πώς είναι να περιμένεις τη δική σου σειρά στη λίστα των απολύσεων και να ελπίζεις κάθε μήνα πως δε θα είσαι ο επόμενος; Κι οι νέοι άνθρωποι; Αυτοί που η θέση τους είναι να ονειρεύονται, να σχεδιάζουν, να οραματίζονται; Μια νέα γενιά που πολλές φορές πρέπει να ξεχάσει τι είναι να διαλέγεις το αυριανό σου επάγγελμα με βάση τα ενδιαφέροντά σου και να κοιτάξει μόνο τι πιθανά θα σου εξασφαλίσει μια θέση εργασίας. Νέοι που βιώνουν την οικονομική ανασφάλεια ακόμη και την ανεργία, που φοβούνται ή που στερούνται τη δυνατότητα να αφήσουν το σπίτι των γονιών τους για να ζήσουν μόνοι τους ή να δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια. Νέοι που αποφασίζουν να αναζητήσουν εργασία στο εξωτερικό όχι γιατί το επέλεξαν αλλά γιατί μοιάζει να μην έχουν άλλη επιλογή. Η πραγματικότητα αυτή δεν μπορεί παρά να επηρεάσει άμεσα την προσωπική ζωή των ανθρώπων και τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια. Στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής που έχουν αντιμετωπίσει αντίστοιχες οικονομικές κρίσεις, βλέπουμε τα ποσοστά κατάθλιψης, αυτοκτονιών και βίας να αυξάνονται δραματικά, ενώ σχέσεις και οικογένειες να διαλύονται. Οι άνθρωποι πολύ συχνά βιώνουν σαν προσωπική αποτυχία τις επιπτώσεις που εισπράττουν από την κρίση. Αρνούνται να επικοινωνήσουν τα δύσκολα συναισθήματα που τους δημιουργούν οι εργασιακές και κοινωνικές συνθήκες, απομονώνονται από τους δικούς τους ανθρώπους και από το ευρύτερο περιβάλλον τους ή νιώθουν ματαιωμένοι και αδύναμοι να αναζητήσουν λύσεις και νέες προοπτικές στη ζωή τους. Η μοναχική αντιμετώπιση των δυσκολιών και η προσπάθεια να κρύψουν τι πραγματικά συμβαίνει είναι πολύ συνηθισμένα φαινόμενα που οδηγούν στη διάρρηξη των σχέσεων του ζευγαριού και του κοινωνικού ιστού που έχουν δημιουργήσει. Το ζευγάρι αναλώνεται σε εκατέρωθεν κατηγορίες για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει και ο καθένας χρειάζεται να απολογηθεί στο σύντροφο του και να ψάξει για δικαιολογίες που θα τον «προστατέψουν». Η σχέση δε θα χωρά ειλικρίνεια και εμπιστοσύνη. Είναι πεδίο μάχης και αντιπαράθεσης. Ο φόβος, η ανασφάλεια, η απογοήτευση, ο θυμός που παράγονται σε κοινωνικό επίπεδο γίνονται κυρίαρχα συναισθήματα στη ζωή του ζευγαριού θέτοντας σε κίνδυνο τη συνύπαρξη τους και καθιστώντας...
Διαβήτης & Ψυχολογικοί παράγοντες
Όπως πολύ καλά γνωρίζουν οι πάσχοντες αλλά και τα άτομα που σχετίζονται μαζί τους, ο διαβήτης είναι μια χρόνια πάθηση που εμφανίζεται απότομα και η πορεία του είναι μακρά και απρόβλεπτη. Η διαχείρισή του δεν είναι εύκολο ζήτημα. Ο διαβήτης μπορεί να προκαλέσει μεγάλες βλάβες στον οργανισμό, αλλά πρόσφατα επιστημονικά στοιχεία δείχνουν ότι οι περισσότερες μακροπρόθεσμες επιπλοκές είναι δυνατόν να καθυστερήσουν ή να προληφθούν όταν υπάρχει καλή ιατρική παρακολούθηση και καλή αυτοδιαχείριση από τη μεριά των ασθενών. Το να ζει κανείς καλά με το διαβήτη απαιτεί χρόνο, γνώση, και προσπάθεια. Η διατροφή, η άσκηση, η μέτρηση του ζαχάρου στο αίμα και η λήψη ινσουλίνης πρέπει να συντονίζονται και να ρυθμίζονται καθημερινά πολλές φορές πράγμα το οποίο συμβαίνει αυτόματα στον οργανισμό των υπόλοιπων ανθρώπων. Η συνεχής προσπάθεια για τη ρύθμιση του διαβήτη, η οποία δεν έχει πάντα τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, δημιουργεί έντονο stress και πυροδοτεί συναισθήματα ματαίωσης, απογοήτευσης, κούρασης ή ακόμα και θυμού, ενοχής και φόβου. Οι καθημερινές δυσκολίες που προκύπτουν από το διαβήτη και οι ψυχολογικές μεταπτώσεις, συχνά διαταράσσουν την ομαλή διαχείρισή του. Στις μέρες μας, σε αντίθεση με τα παλαιότερα χρόνια, είναι αποδεκτό ότι οι ψυχολογικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν την πορεία των ασθενειών. Τα τελευταία 20 χρόνια έχουν αυξηθεί οι έρευνες που αποδεικνύουν τη βαρύτητα των ψυχολογικών, συμπεριφοριστικών και κοινωνικών παραγόντων στο διαβήτη. Οι παράγοντες αυτοί αφορούν στο βαθμό στον οποίο το άτομο αποδέχεται την πάθησή του, στο κατά πόσο προσαρμόζεται στις καθημερινές της απαιτήσεις, και στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται την εξέλιξη του διαβήτη και τις όποιες επιπλοκές μπορεί να εμφανιστούν. Όλοι οι ειδικοί, ιατροί, ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί, γνωρίζουν ότι οι ασθενείς με διαβήτη, σε κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της ασθένειάς τους, «κουρασμένοι» από την υπερπροσπάθεια δε τηρούν όσα απαιτούνται για τη ρύθμιση του διαβήτη τους. Η ακατάλληλη διατροφή, η άστατη χορήγηση ινσουλίνης, ο ανεπαρκής έλεγχος και καταγραφή των τιμών του ζαχάρου είναι συνήθεις αλλά και πολύ επικίνδυνες συμπεριφορές. Όλα τα παραπάνω συντελούν στην απορύθμιση του ζαχάρου στο αίμα και στην εμφάνιση επιπλοκών. Πολλοί είναι οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες που συμβάλλουν στο πρόβλημα αυτό: η ανεπαρκής κοινωνική στήριξη και πρόνοια, οι πιέσεις του χρόνου, το στρες της καθημερινής ζωής, τα δύσκολα συναισθήματα που βιώνουν λόγω των δυσκολιών και των προβλημάτων της καθημερινότητας. Ειδικά το στρες και τα δύσκολα-βαριά συναισθήματα έχουν μεγάλη επίπτωση στο διαβήτη. Συνήθως, προέρχονται από καθημερινές ενοχλήσεις (π.χ. συγκρούσεις με μέλη της οικογένειας, εργασιακή πίεση), από αρνητικά γεγονότα της ζωής (π.χ. θάνατος αγαπημένου προσώπου, οικονομικά προβλήματα, διαζύγιο) ή και από το ίδιο το «βάρος» της αντιμετώπισης του διαβήτη. Οι συνέπειες είναι είτε άμεσες στην υγεία, μέσω αυξημένων επιπέδων ζαχάρου στο αίμα, είτε έμμεσες μέσω της διατάραξης των προτύπων συμπεριφοράς και των συνηθειών (π.χ. φαγητό, ύπνος). Η ασυνέπεια στην τήρηση των υποχρεώσεων που...
Σχέση μητέρας – γιου
1. Πόσο καθοριστική είναι για ένα αγόρι η σχέση του με τη μητέρα του και γιατί; Σε ποιους επιμέρους τομείς του ψυχισμού, της προσωπικότητας και εν τέλει της (ενήλικης) ζωής ενός αγοριού (π.χ. ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη, αυτοεικόνα/ αυτοεκτίμηση, αυτοπεποίθηση, σχέση με το άλλο φύλο, αποδοχή σεξουαλικότητας), επιδρά καταλυτικά η μητέρα του, και γιατί; Η οικογένεια είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώνεται η ανάπτυξη και συμπεριφορά των ατόμων. Το είδος και η ποιότητα των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των μελών της προσδιορίζει τις εμπειρίες και τις αντιλήψεις τους στο παρόν και στο μέλλον. Όλες οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια (ζευγαριού, μητέρας-παιδιού, πατέρα-παιδιού, αδελφική) αλληλεπιδρούν και αλληλοεπηρεάζονται και γι΄αυτό το λόγο είναι δύσκολο να μιλήσουμε για δυαδικές σχέσεις χωρίς να εξετάσουμε όλες τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια και τη δυναμική που αναπτύσεται μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, το είδος της κάθε σχέσης προσδιορίζεται από τον ρόλο που έχουν τα μέλη της, τόσο ενδοοικογενειακά όσο και κοινωνικά. Ο ρόλος της μητέρας στην ελληνική οικογένεια είναι κεντρικός. Είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο κινούνται όλα τα μέλη της οικογένειας. Μαζί της σχετίζονται άμεσα παιδιά και σύζυγος. Ο ρόλος του πατέρα είναι σε μεγάλο βαθμό προσανατολισμένος έξω από την οικογένεια και λιγότερο εμπλεκόμενος στο μεγάλωμα των παιδιών. Η σχέση του με τα παιδιά περνά συχνά μέσα από τη μάνα. Με αυτήν την έννοια, η πολύ στενή σχέση που αναπτύσσει η μάνα με το παιδί αφορά μια σειρά παραμέτρων: τις αντιλήψεις του ζευγαριού σχετικά με το γονεϊκό τους ρόλο, την κατανομή ρόλων ανάμεσα στο ζευγάρι, την ενασχόληση του πατέρα κυρίως με οικονομικές ευθύνες και την απόμακρη σχέση που αναπτύσσει ο πατέρας με τα παιδιά. Όλες οι παραπάνω παράμετροι συντελούν συχνά στην ανάπτυξη μιας σχέσης αλληλεξάρτησης των παιδιών με τη μάνα. Όμως, θα πρέπει να τονίσουμε ότι η ιδιαίτερη σχέση που πολλές φορές παρατηρούμε ανάμεσα στη μάνα και στο αγόρι έχει τις ρίζες της σε αντιλήψεις και νοοτροπίες που έρχονται από πολύ παλιότερα και μοιάζει να είναι εγγεγραμμένες ακόμη και σήμερα σε στάσεις και συμπεριφορές της μάνας. Η γυναίκα που έφερνε στο κόσμο ένα αγόρι θεωρούνταν άξια και ικανή και έχαιρε εκτίμησης από όλη την οικογένεια. Όλο αυτή η εμπειρία μεταφέρονταν στη συνέχεια στη σχέση της μάνας με το αγόρι: αυτό ήταν το Παιδί, το Σημαντικό, το Πρόσωπο μέσα από το οποίο έπαιρνε και η ίδια αξία και στο οποίο θα έπρεπε να αφιερωθεί. Στις μέρες μας, έχει ήδη αρχίσει κοινωνικά μία μετακίνηση των ρόλων της μητέρας και του πατέρα που βασίζεται στην αλλαγή της κουλτούρας της κοινωνίας σε σχέση με τους ρόλους του άντρα και της γυναίκας. Όμως, ακόμη διανύουμε μια μεταβατική περίοδο που χαρακτηρίζεται από σύγχιση ρόλων, αμφιταλαντεύσεις και συχνές συγκρούσεις ανάμεσα στο ζευγάρι καθώς οι παλιές στάσεις και αντιλήψεις συγκρούονται με τις νέες αναγκαιότητες....
Μία άλλη οπτική για τις κρίσεις πανικού
Όλο και περισσότερα άτομα παρουσιάζουν στις μέρες μας συμπτώματα κρίσεων πανικού. Τα κρούσματα αυξάνονται ιδιαίτερα σε περιόδους που οι κοινωνικές συνθήκες είναι τέτοιες ώστε να ενισχύουν δυσκολίες σε επαγγελματικό, κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο. Αναμενόμενος λοιπόν, μέσα στη δίνη της οικονομικής κρίσης, ο αυξημένος αριθμός των ατόμων που αναφέρουν κρίσεις πανικού ή που μιλούν για ένταση των συμπτωμάτων. Έντονες σωματικές ενοχλήσεις όπως ταχυκαρδία, δύσπνοια, ζαλάδες, κρύος ιδρώτας, λιποθυμικές τάσεις κ. ά. κάνουν την εμφάνιση τους στη διάρκεια των κρίσεων ενώ ταυτόχρονα ο φόβος και η αγωνία κάνουν τα άτομα να παραλύουν, να αισθάνονται αβοήθητα και αδύναμα για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Η αγωνία του θανάτου κατά τη διάρκεια της κρίσης, όπως και ο φόβος για μια επικείμενη κρίση μετά από ένα διάστημα φτάνουν να αποτελούν συστατικό κομμάτι της ζωής τους. Ένα αβάστακτο και τρομακτικό συναίσθημα που παραμονεύει κάθε μέρα. Συχνά, οι κρίσεις πανικού αντιμετωπίζονται από τους ειδικούς με φάρμακα και με μεθόδους (π.χ. τεχνικές χαλάρωσης) που στόχο έχουν να αντιμετωπίσουν τα συμπτώματα ή να μειώσουν την ένταση τους. Ανεξάρτητα από την αποτελεσματικότητα τους (που βέβαια διαφέρει από άτομο σε άτομο, όπως είναι και αναμενόμενο),οι μέθοδοι αυτοί εστιάζουν στο αποτέλεσμα – σύμπτωμα- ενώ δεν ασχολούνται με τις πιθανές αιτίες που το γεννούν. Έτσι, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, τα συμπτώματα μειώνονται παροδικά (π.χ. όσο διαρκεί η φαρμακοθεραπεία) ή εμφανίζονται με άλλες μορφές. Αν απομακρύνουμε λοιπόν το βλέμμα μας από τη συμπτωματολογία (ταχυκαρδία, δύσπνοια, λιποθυμικές τάσεις κλπ.) και το στρέψουμε σε όσα βιώνει κρυφά ή φανερά, συνειδητά ή ασυνείδητα ένα άτομο που έχει κρίσεις πανικού τι θα δούμε; Συναισθήματα, εσωτερικές συγκρούσεις και ανάγκες που αντί να εκφραστούν, αποσιωπούνται γίνονται συχνά συμπτώματα και κρίσεις πανικού. Είναι ο «καταπιεσμένος» εαυτός μας, αυτός που μένει στο περιθώριο, που ζητά το χώρο που του αναλογεί. Μ’ αυτήν την έννοια ο εγκλωβισμός που αισθάνεται το άτομο σε μια κρίση πανικού φαίνεται να αντιστοιχεί στον εγκλωβισμένο εαυτό μας, σ’ αυτόν που έχουμε ξεχάσει λόγο των απαιτήσεων, κανόνων και περιορισμών που θέτει το περιβάλλον και η κοινωνία. Ο πανικός είναι εκεί για να μας μιλήσει, για να μας πει την ιστορία αυτού του εαυτού μας που έχει την ανάγκη να εκφραστεί. Σ’ αυτόν είναι να σημαντικό να στρέψουμε την προσοχή μας μέσα από μια διαδικασία κατανόησης και αποδοχής που δεν μπορεί να επιτευχθεί με φάρμακα και τεχνικές. Η συστημική προσέγγιση αντιλαμβάνεται τον πανικό και το άτομο με αυτόν τον τρόπο: όχι σαν έναν ασθενή που πρέπει να θεραπεύσει, αλλά σαν ένα άτομο που είναι σημαντικό να υποστηριχθεί ώστε να ορίσει τη ζωή του με ένα διαφορετικό τρόπο και να επικοινωνήσει με ένα κομμάτι του ερμητικά κλειστό. Γι’ αυτό και όσο και αν ακούγεται παράδοξο, ο πανικός έρχεται ως «σύμμαχος» μας να μας δώσει ένα ισχυρό σήμα, να μας πει πως...
Ξεκινώντας την Α’ Δημοτικού: η αγωνία για μια σημαντική μετάβαση
Η νέα χρονιά αρχίζει και μαζί μ’ αυτή η αγωνία γονιών και μαθητών… Η πρώτη δημοτικού θεωρείται μια τάξη πολύ καθοριστική: το παιδί μαθαίνει να διαβάζει και να γράφει, γνωρίζει τους αριθμούς και κάνει τις πρώτες του πράξεις, μαθαίνει να μελετά και να ακολουθεί τους κανόνες του σχολείου. Η αγωνία και η πίεση αρχίζει συχνά από την πρώτη μέρα. Άκουγε το δάσκαλο; Έγραψε αυτά που του έβαλε; Θέλει να μελετήσει στο σπίτι; Τι γράμματα κάνει; Πώς όμως είναι για ένα παιδί οι πρώτες μέρες στο σχολείο; Το παιδί πρέπει να κάνει πράγματα που είναι δύσκολο να κατανοήσει: να διαβάζει, να γράφει και να παρακολουθεί το δάσκαλο για 3, 4 ακόμη και 5 ώρες έχοντας μόνο μικρά διαλείμματα για ξεκούραση. Δεν μπορεί να τρώει όταν πεινάει, δεν έχει δικαίωμα να βαριέται, να σηκώνεται από τη θέση του, να θέλει να παίξει. Τώρα πια είναι ένα μεγάλο παιδί! Ο χώρος του σχολείου, πολύ μεγαλύτερος από αυτόν του νηπιαγωγείου, το τρομάζει. Τα μεγάλα παιδιά συχνά το πειράζουν και το χτυπάνε καθώς παίζουν. Η μαμά κι ο μπαμπάς είναι μακριά ενώ η δασκάλα του λέει να γράψει και δε θέλει την ώρα του μαθήματος να ασχοληθεί με τους φίλους του που δεν το παίζουν στο διάλειμμα˙ του υπόσχεται ότι θα το συζητήσουν αργότερα. Έχουν περάσει μόνο 3 μήνες και από νήπιο έχει γίνει το μεγάλο παιδί. Κι όμως, είναι μόλις 6-7 χρόνων. Η αλλαγή για το παιδί είναι τεράστια. Χρειάζεται χρόνο για να καταλάβει τι του ζητιέται, για να αντιληφθεί πως λειτουργεί το νέο του σχολείο, για να προσαρμοστεί στις νέες απαιτήσεις. Σίγουρα θα ήταν πιο εύκολο για όλους αν το κάθε παιδί προσαρμοζόταν γρήγορα και εύκολα. Όμως, τα παιδιά, όπως και οι ενήλικες, χρειάζονται χρόνο για να αφομοιώσουν τις μεγάλες αλλαγές. Θα σεβαστούμε το χρόνο του κάθε παιδιού; Θα το βοηθήσουμε να καταλάβει και να ανακαλύψει νέους τρόπους συμπεριφοράς; Ή απλά θα απαιτούμε και θα σταματήσουμε να το ακούμε; Η πρώτη δημοτικού σίγουρα αποτελεί σταθμό στη ζωή κάθε παιδιού. ΔΕΝ αφορά το γεγονός ότι το παιδί μαθαίνει να διαβάζει, να γράφει, να χειρίζεται τους αριθμούς. Είναι σταθμός γιατί το παιδί έρχεται πρώτη φορά σε επαφή με τη σχολική γνώση. Θα αποκτήσει εμπιστοσύνη στον εαυτό του ή αντίθετα θα αρχίσει να πιστεύει ότι δεν είναι ικανό, ότι το σχολείο δεν κάνει γι’ αυτό; Το κάθε παιδί μαθαίνει διαφορετικά, έχει διαφορετικές ικανότητες στα διάφορα γνωστικά αντικείμενα (γλώσσα, μαθηματικά, μελέτη, καλλιτεχνικά), μαθαίνει με διαφορετικούς ρυθμούς (άλλο πιο γρήγορα, άλλο πιο αργά). Στο νέο αυτό ξεκίνημα είναι εξαιρετικά σημαντικό να σεβαστούμε τη διαφορετικότητα του, να ενισχύσουμε την αυτοπεποίθηση του και να το κάνουμε να πιστέψει ότι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει δεν δείχνουν ανικανότητα. Η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών (εξαίρεση αποτελούν τα παιδιά με νοητικά προβλήματα, με...
Βοήθεια! Το παιδί μου μπήκε στην εφηβεία!!
Η είσοδος του παιδιού στην εφηβεία σηματοδοτεί μια νέα φάση στη ζωή της οικογένειας. Ένα μέλος της, το παιδί που περνά στην εφηβεία, σταματά να είναι απόλυτα εξαρτημένο από τους γονείς του και αρχίζει να αυτονομείται σταδιακά από το οικογενειακό του περιβάλλον. Είναι η περίοδος που ο νέος αυτός άνθρωπος συγκροτεί τη δική του ταυτότητα βάζοντας τις βάσεις για την ενήλικη ζωή του. «Ποιος είμαι;» είναι το θεμελιώδες ερώτημα γύρω από το οποίο διαμορφώνεται η ζωή του εφήβου. Η εφηβεία είναι μία περίοδος που διαρκεί περίπου 6-8 χρόνια αλλά χωρίς να είναι δεδομένη η έναρξη και η λήξη της. Το σίγουρο είναι οι τεράστιες αλλαγές που συντελούνται σε όλα τα επίπεδα: βιολογικό, γνωστικό, συναισθηματικό, κοινωνικό. Οι αλλαγές στο σώμα, η αυξημένη έκκριση ορμονών καθώς η απότομη ανάπτυξη, δημιουργούν ανάμεικτα συναισθήματα στον έφηβο. Ικανοποίηση καθώς νιώθει να μεγαλώνει και να απομακρύνεται από την παιδική ηλικία αλλά και ανησυχία για την εικόνα του. Συχνά δεν του αρέσει το σώμα του και έχει αγωνία για την πορεία της ανάπτυξής του. Η εξωτερική του εμφάνιση δεν του είναι πια τόσο οικεία και χρειάζεται να αποδεχτεί τα νέα δεδομένα. Οι συγκρίσεις με τους συνομήλικούς του είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο και πολλές φορές οδηγείται στο συμπέρασμα ότι υστερεί. Η στάση των γονιών είναι πολύ σημαντική για την εικόνα που θα αναπτύξει ο έφηβος για το σώμα του και την εξωτερική του εικόνα. Τα αρνητικά σχόλια και πειράγματα, όσο κι αν φαίνονται ανώδυνα για έναν ενήλικα, εντείνουν την ανησυχία του εφήβου και ενισχύουν τις αμφιβολίες για την ανάπτυξή του. Όταν αυτή είναι η κυρίαρχη αντιμετώπιση από την πλευρά των γονέων μπορεί να προκαλέσουν ακόμη και μία διαρκή αρνητική εικόνα για το σώμα του ή συγκεκριμένα μέλη του σώματός του. Αντίθετα, ο υποστηρικτικός γονιός ακούει τις αγωνίες του εφήβου χωρίς να τις υποτιμά ή να τις σχολιάζει αρνητικά. Συζητά μαζί του, προσπαθεί να τον καταλάβει και να του παρέχει τις αναγκαίες απαντήσεις˙ του εξηγεί και του προσφέρει την υποστήριξή του, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις πρώιμης ή καθυστερημένης έναρξης της ήβης. Επίσης, τον βοηθά να κατανοήσει την αξία της διαφορετικότητάς του από άλλους εφήβους και έτσι να αξιολογήσει θετικά τη μοναδικότητά του. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο έφηβος βιώνει θετικά τις αλλαγές που συντελούνται θετικά ώστε να μην αποτελούν διαρκή πηγή αγωνίας και αμφιβολιών για την επάρκειά του. Ταυτόχρονα, ο έφηβος κάνει σημαντικά βήματα αυτονόμησης˙ ζει μέσα αλλά και έξω από την οικογένεια. Μέσα σ’ αυτήν την πορεία θα προσδιορίσει «ποιος είναι» και «που θέλει να πάει»˙ δηλαδή θα συγκροτήσει τη δική του ταυτότητα. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει συγκρούσεις, αμφισβητήσεις, αμφιταλαντεύσεις με τον εαυτό του αλλά και με το περιβάλλον του. Ο έφηβος που θα συνεχίσει να ταυτίζεται με τους γονείς, που δε θα αμφισβητήσει και δε θα αναζητήσει...